ὁμοιοτρόπως

ὁμοιοτρόπως
ὁμοιοτρόπως adv. of ὁμοιότροπος ‘of like manner’ (Thu. 6, 20, 3; Aristot., Gen. An. 3, 5; Philo, Aet. M. 20 [all three w. dat.]) in the same way ὁμ. τοῖς προειρημένοις in the same way as those already mentioned Dg 3:2.—DELG s.v. ὅμοιο.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁμοιοτρόπως — ὁμοιότροπος of like manners and life adverbial ὁμοιότροπος of like manners and life masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοιότροπος — η, ο (Α ὁμοιότροπος, ον) 1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • καθεξής — (AM καθεξῆς, Α ποιητ. τ. κατά θ ἑξείης, με τμήση) στη συνέχεια, κατόπιν, εφεξής νεοελλ. 1. (σε λαϊκή χρήση) στο μέλλον, στο εξής («καθεξής να μάθεις να φυλάγεσαι») 2. φρ. «και ούτω καθεξής» (σε συντομογραφία: κ.ο.κ.) και τα λοιπά, ομοίως (νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”